Βασική υποχρέωση του λήπτη της ασφάλισης γιατρού είναι η λεπτομερής και ειλικρινής δήλωση-περιγραφή προς την ασφαλιστική εταιρεία, του κινδύνου που αυτή θα αναλάβει να καλύψει. Λέγεται προσυμβατική γιατί αυτή γίνεται κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και περιλαμβάνεται στην αίτηση ασφάλισης.
Η υποχρέωση αυτή του ασφαλισμένου γιατρού πηγάζει από το άρθρο 3 του ΑσφΝ 2496/1997 και έχει σαν σκοπό να διερευνήσει η ασφαλιστική εταιρεία το μέγεθος του ασφαλιστικού κινδύνου και να αποφασίσει αν και με ποιους όρους και προϋποθέσεις θα τον αναλάβει.
Ο τρόπος που γίνεται η άντληση των στοιχείων εκτίμησης κινδύνου, κατά κανόνα, είναι γραπτό ερωτηματολόγιο που θέτει η ασφαλιστική εταιρεία προς τον γιατρό κατά την αίτηση ασφάλισης και οι ερωτήσεις τεκμαίρεται πως είναι τα ουσιώδη εκείνα στοιχεία που χρειάζεται η ασφαλιστική εταιρεία για να εκτιμήσει τον κίνδυνο. Ενδεικτικά και όχι περιοριστικά είναι η ειδικότητα του γιατρού, τα έτη εμπειρίας του, οι βασικές ιατρικές πράξεις που επιχειρεί, ο χώρος που τις επιχειρεί και η υλικοτεχνική υποδομή που έχει στη διάθεσή του.
Σε κάθε περίπτωση ο γιατρός έχει την υποχρέωση λεπτομερούς και ειλικρινούς αναφοράς στα ουσιώδη στοιχεία εκτίμησης κινδύνου, υποχρέωση που εκτείνεται στη μη αποσιώπηση γνωστών περιστατικών και στη μη διαστρέβλωση της αλήθειας.
Ενδεικτικά και όχι περιοριστικά διαστρέβλωση της αλήθειας μπορεί να είναι το γεγονός πως ο γιατρός δήλωσε πως εργάζεται σε ένα άρτια εξοπλισμένο ιατρείο ενώ αυτό έχει σοβαρές ελλείψεις, το ότι εξετάζει/χειρουργεί Χ αριθμό ασθενών ενώ αυτός είναι διπλάσιος κλπ.
Συνέπειες παράβασης υποχρέωσης προσυμβατικής αναγγελίας κινδύνου.
Σε περίπτωση που ο γιατρός ανυπαίτια ή εξ΄αμελείας αποκρύψει περιστατικά ουσιώδη για την εκτίμηση του κινδύνου, ο 2496/1997, άρθρο 3, δίνει τη δυνατότητα στην ασφαλιστική, διαζευκτικά, να επιλέξει αν θα καταγγείλει τη σύμβαση ή θα ζητήσει τροποποίησή της.
Σε περίπτωση που η ασφαλιστική εταιρεία επιλέξει να καταγγείλει τη σύμβαση, αυτό γίνεται σε 15 ημέρες από την ημερομηνία κοινοποίησης της καταγγελίας .
Αν επιλέξει την τροποποίησή της, τότε ο γιατρός θα πρέπει να αποδεχθεί την τροποποίηση εντός ενός μηνός από την λήψη της. Αν δεν γίνεται αποδεκτή η τροποποίηση τότε η σύμβαση καταγγέλλεται και παύει να ισχύει .
Σε περίπτωση που ο γιατρός με δόλο αποκρύψει περιστατικά ουσιώδη για την εκτίμηση του κινδύνου, ο νόμος δίνει αποκλειστικά τη δυνατότητα στην ασφαλιστική να καταγγείλει τη σύμβαση μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από τότε που έλαβε γνώση της παράβασης.
Ισχύς συμβολαίου κατά την περίοδο αναμονής καταγγελίας ή τροποποίησης της σύμβασης.
Για την ανυπαίτια ή εξ΄αμελείας παράβαση της υποχρέωσης, αν επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος κατά τη διάρκεια της αναμονής των 15 ή 30 ημερών η σύμβαση θεωρείται ισχυρή και η ασφαλιστική εταιρεία υποχρεούται να καταβάλλει την αποζημίωση, μειωμένη όμως κατά το λόγο του ασφαλίστρου που έχει καθοριστεί προς το ασφάλιστρο που θα είχε υπολογιστεί αν τα ουσιώδη περιστατικά είχαν γνωστοποιηθεί από πριν .
Αν ο ασφαλιστικός κίνδυνος επέλθει πριν η ασφαλιστική εταιρεία προλάβει να ασκήσει το δικαίωμα καταγγελίας ή τροποποίησης, τότε η αποζημίωση είναι πλήρης και όχι μειωμένη .
Για την εκ δόλου παράβαση της υποχρέωσης, αν επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος κατά τη διάρκεια της αναμονής των 30 ημερών, η ασφαλιστική εταιρεία απαλλάσσεται από την υποχρέωση αποζημίωσης και ο γιατρός υποχρεούται να αποκαταστήσει την όποια ζημία της ασφαλιστικής εταιρείας από τη δόλια απόκρυψη στοιχείων .
Το ίδιο συμβαίνει αν ο ασφαλιστικός κίνδυνος επέλθει πριν λάβει γνώση η ασφαλιστική εταιρεία της δόλιας απόκρυψης στοιχείων.